σύλληπτρα

σύλληπτρα
τα, Ν
η αμοιβή που προκηρυσσόταν για τη σύλληψη εγκληματία και δινόταν σε εκείνον που τόν συνελάμβανε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τρο / -τρα (πρβλ. κόμισ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”